στερεοεξειδίκευση

στερεοεξειδίκευση
η, Ν
(βιοχ.) όρος που αναφέρεται στα ένζυμα και σημαίνει την εξειδίκευση ενός από αυτά μόνο για ένα από τα πολλά πιθανά στερεοϊσομερή ενός υποστρώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”